- ανακηρυκτής
- οαυτός που ανακηρύσσει, που έχει ως έργο του την ανακήρυξη κάποιου αποτελέσματος (ψηφοφορίας, δημοπρασίας κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακηρύσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακηρύσσω — (Α ἀνακηρύσσω) (αττ. ττω) 1. απονέμω επίσημα τίτλο, αναγορεύω 2. γνωστοποιώ δημόσια, ανακοινώνω αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία, βγάζω στο σφυρί 2. υπόσχομαι δημόσια αμοιβή με κήρυκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κηρύσσω. ΠΑΡ. ανακήρυξις νεοελλ. ανακηρυκτής … Dictionary of Greek